του Πέτρου Πιτσιάκκα
Με τη μνημοσύνη και όχι με τη λησμονιά, ωριμάζει ο άνθρωπος και μεγαλουργεί. Η πείρα και η σωφροσύνη διδάσκουν ότι δεν επιτρέπεται να ξεχάσουμε και να ξεχαστούμε. Με τη πατρίδα βαθιά ριζωμένη, στη ψυχή του, πορεύεται ο άνθρωπος. Κι’ έχει σημασία, για τη ζωή και για τη μοίρα ενός Έθνους, το να ξέρουν οι νέες γενιές πώς έζησαν οι παλαιότερες, τι έπραξαν, πώς πορεύτηκαν στην ειρήνη και πώς στάθηκαν στη συμφορά.
Πριν 49 χρόνια, στις 20 του μαύρου εκείνου Ιούλη του 1974, ημέρα Σάββατο, «σε μια αναπάντεχη στιγμή, πιο γρήγορη κι απ’ αστραπή, χάθηκαν κάστρα κι ουρανοί, γίναν πληγή, γίναν βροχή κι έμεινε η ζωή μετέωρη, στην άκρη του καλοκαιριού». Εκείνο το ματωμένο καλοκαίρι του 1974, που ο τούρκικος Αττίλας έκοψε την Κύπρο στα δυο και ο Τεύκρος, ο Κίμωνας κι ο Ευαγόρας κάθονταν και συλλογιούνταν τα περασμένα και τα μελλούμενα, κοιτώντας τον τουρκοπατημένο Πενταδάκτυλο, έχοντας σφιγμένη τη γροθιά και μονολογώντας:
«τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Τόσος πόνος, τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη».
Οι ήρωες της Ε.Ο.Κ.Α. 1955-1959, που αγωνίστηκαν για την ελευθερία και την ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα, θα βλέπουν από ψηλά τη μοιρασμένη Κύπρο μας και θα θρηνολογούν, γιατί η μισή Κύπρος είναι τουρκοπατημένη και η άλλη μισή νιώθει βαριά την ανάσα του κατακτητή. Και η πινέζα να είναι βαθιά καρφωμένη στην καρδιά, 49 χρόνια.
«Γλυκό νησί! Η ιστορία σου εξιστορεί αγώνες κι αγχόνες, αιώνες τώρα! Νεκρούς και αγνοούμενους, χρόνια τώρα. Ο ήλιος κατακόκκινος βυθίζεται στις σκέψεις του, χάνεται, σβηέται κι ύστερα ξαναρχινά την περιστροφή, αδιάκοπα ξαναγεννιέται».