Οι θεσμοί στην Ελλάδα περνούν κρίση. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολίτες έχουν γυρίσει την πλάτη τους στις αξίες που αυτοί οι θεσμοί όφειλαν να εκπροσωπούν.
Δημοσκόπηση που παρουσιάστηκε πρόσφατα ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτική ως προς την πραγματική κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στους βασικούς θεσμούς πάνω στους οποίους θεμελιώνεται η δημοκρατία και το κράτος δικαίου.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας «θετικό ισοζύγιο» ως προς την εμπιστοσύνη, δηλαδή να υπερτερούν οι απαντήσεις υψηλής εμπιστοσύνης των απαντήσεων χαμηλής εμπιστοσύνης έχουν μόνο τρεις θεσμοί: η οικογένεια, οι ένοπλες δυνάμεις και τα πανεπιστήμια.
Αντιθέτως, για θεσμούς όπως η Δικαιοσύνη, το Κοινοβούλιο, η Κυβέρνηση, τα ΜΜΕ, τα Πολιτικά Κόμματα υπερτερούν κατά πολύ οι απαντήσεις που δείχνουν χαμηλή εμπιστοσύνη.
Είναι ενδεικτικό ότι μόλις το 6% εμπιστεύεται πολύ τα πολιτικά κόμματα, το 8% τα ΜΜΕ, το 13% το Κοινοβούλιο, το 15% την Κυβέρνηση και το 22% τη Δικαιοσύνη.
Δείχνει, μεταξύ άλλων, ότι αρχίζει και εμπεδώνεται στους πολίτες η άποψη ότι οι βασικότεροι θεσμοί σήμερα είναι απομακρυσμένοι από τις κοινωνικές ανάγκες, εχθρικοί προς τους απλούς ανθρώπους, και χειραγωγημένοι από τους εκπροσώπους της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.
Αυτό τροφοδοτεί μια βαθύτερη δυσαρέσκεια που τη βλέπουμε να καταγράφεται και σε άλλες έρευνες κοινής γνώμης, και δείχνει ότι φτάνουμε σιγά -σιγά σε ένα σημείο που οι πολίτες δεν είναι δυσαρεστημένοι επειδή μία συγκεκριμένη κυβέρνηση ή ένα συγκεκριμένο κόμμα δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους, αλλά αρχίζουν να αισθάνονται ότι ούτως ή άλλως δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρξουν κυβερνήσεις και κόμματα που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις αγωνίες τους.
Η κυριαρχία του «Κανένα» στις δημοσκοπήσεις δείχνει βαθύ τραύμα και εγκυμονεί κινδύνους.
Όλο αυτό δεν μεταφράζεται σε πλήρη απομάκρυνση από την πολιτική – αν και σίγουρα τροφοδοτεί ως ένα βαθμό τα υψηλά ποσοστά αποχής που έχουμε δει σε πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις – καθώς οι πολίτες συνεχίζουν να επιλέγουν το ένα ή το άλλο κόμμα, όμως έχουμε να κάνουμε πια με «ψηφοφόρους χαμηλών προσδοκιών», που κινούνται στη λογική του «μικρότερου κακού».
Ως ένα βαθμό γύρω από αυτή την παραδοχή ενός εμπεδωμένου κυνισμού κινούνται και κάποια κόμματα και βέβαια η Ακροδεξιά.
Τα μεν πρώτα, καθώς το πραγματικό μήνυμα που στέλνουν είναι ότι η πολιτική δεν έχει κάνει με αξίες, αλλά με το ποιος πολιτικός φορές εκπροσωπεί καλύτερα τα ατομικά ιδιοτελή συμφέροντα κάθε πολίτη. Κοντολογίς, αυτό που λένε είναι «ναι είμαστε απατεώνες, αλλά είμαστε οι δικοί σου απατεώνες, αυτοί που θα σου κάνουν και καμία εξυπηρέτηση». Όσο για την Ακροδεξιά αυτή στέλνει ένα μήνυμα που θα μπορούσε να «μεταφραστεί ως εξής: «στην εποχή των απατεώνων, στήριξε αυτούς που λένε τουλάχιστον ότι θα επιδείξουν πυγμή».
Θα πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στη Σκύλλα της αναπαραγωγής της υπάρχουσας κατάστασης και τη Χάρυβδη της Ακροδεξιάς;
Γιατί πιστεύω ότι είμαστε ακόμη σε ένα μεταίχμιο όπου η κρίση των θεσμών δεν έχει μετατραπεί και σε μια κρίση αξιών, η παρακμή δεν έχει φτάσει σε μη αναστρέψιμο επίπεδο.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην πολιτική, στα κόμματα, στο δημοκρατικό πλαίσιο δεν έχει μετατραπεί – ακόμη – σε κυνισμό. Δηλαδή, δεν έχουν περάσει οι πολίτες στη φάση «όλοι είναι καθάρματα – και εμείς μαζί».
Παρά ταύτα, οι πολίτες επιμένουν σε βασικές αξίες όπως είναι η δικαιοσύνη, η δημοκρατία, η λογοδοσία και η ανάληψη ευθύνης. Αυτό ακριβώς υπογράμμισαν και τα τεράστια συλλαλητήρια: την αγωνία μιας κοινωνίας που ακόμη επιμένει στις βασικές αξίες του δικαίου.
Εάν είχε κυριαρχήσει ο κυνισμός στην κοινωνία, δεν θα είχαμε αυτά τα συλλαλητήρια. Θα υπήρχε οργή, αλλά όχι συλλογική παρουσία και αίσθημα χρέους απέναντι σε αυτές και αυτούς που χάθηκαν.





