Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης
Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος
ἀπέστειλε στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο ἔγγραφο μέ τό ὁποῖο διατυπώνει τίς ἀπόψεις
του γιά τό πῶς νομίζει ὅτι πρέπει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά ἀποφασίση γιά τό
θέμα τῆς Αὐτοκεφαλίας πού ἔδωσε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν Οὐκρανία.
Στό ἔγγραφο αὐτό δίνει ἕνα σύντομο ἱστορικό τῶν Αὐτοκεφαλιῶν
καί Πατριαρχικῶν ἀξιῶν, παρουσιάζει τό πῶς χορηγήθηκαν στίς Ἐκκλησίες οἱ
Πατριαρχικοί καί Συνοδικοί Τόμοι, ἀναφέρεται σέ συζήτηση πού ἔγινε γιά τόν
τρόπο ἀνακήρυξης μιᾶς Ἐκκλησίας ὡς αὐτοκέφαλης καί τέλος προσδιορίζει πῶς, κατά
τήν γνώμη του, θά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίση ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τό θέμα. Αναφέρει μεταξύ άλλων:
Ἡ συζήτηση γιά τόν
τρόπο ἀνακηρύξεως μιᾶς Ἐκκλησίας σέ Αὐτοκέφαλη
Τόν 20ό αἰώνα στήν προσπάθεια νά ἐπιλυθῆ τό θέμα τῆς ἀνακήρυξης
τῆς Αὐτοκεφαλίας καί ἐν ὄψει τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἔγινε Πανορθόδοξη
συζήτηση γιά τόν τρόπο χορηγήσεως τῆς αὐτοκεφαλίας σέ μιά Ἐκκλησία.
Ἔτσι, ἀπό τήν Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στήν
Γενεύη, τόν Νοέμβριο τοῦ 1976, συνετάγη ἕνα κείμενο μέ τίτλο: «Τό Αὐτοκέφαλον
καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ», στό ὁποῖο τονίζεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία πού ἐπιθυμεῖ
τήν Αὐτοκεφαλία της ὑποβάλλει αἴτηση στήν μητέρα Ἐκκλησία, ἡ ὁποία σέ περίπτωση
πού παράσχει τήν συγκατάθεσή της, ὑποβάλλει πρόταση στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀφοῦ συναινέσουν οἱ ἄλλες Αὐτοκέφαλες
Ἐκκλησίες, ἀνακηρύσσει ἐπισήμως τό αὐτοκέφαλον στήν Ἐκκλησία μέ ἔκδοση
Πατριαρχικοῦ Τόμου, ὁ ὁποῖος ὑπογράφεται ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, καί εἶναι
ἐπιθυμητό νά προσυπογράφεται ἀπό τούς Προκαθημένους ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν,
ὁπωσδήποτε, ὅμως, ἀπό τόν Προκαθήμενο τῆς μητέρας Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, ὑπάρχει αἴτηση τῆς Ἐκκλησίας, συγκατάθεση τῆς Μητρός Ἐκκλησίας,
συναίνεση ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν καί ἀνακήρυξη ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ
Πατριαρχικό Τόμο. Ὅμως δυστυχῶς, δέν ἐπῆλθε συμφωνία γιά τό κείμενο αὐτό καί
δέν παρεπέμφθη στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, πού συνεκλήθη τό 2016 στό Κολυμπάρι
τῆς Κρήτης, διότι τό ὑπονόμευσε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἔχοντας συμπαραστάτες
καί ἄλλες Ἐκκλησίες, ἐπειδή δέν ἔπρεπε κατ’ αὐτούς νά ὑπογράφεται μόνον ἀπό τόν
Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ἀλλά καί ἀπό ὅλους τούς Προκαθημένους τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν.
Δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ διάκριση μεταξύ «ἀποφαίνεται» καί
«συναποφαίνεται»!
Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα
νά μή λυθῆ τό θέμα τῆς χορηγήσεως Αὐτοκεφάλου στίς Ἐκκλησίες κατά κανονική ἀκρίβεια,
ἀλλά νά παραμείνη ἡ οἰκονομία, ὅπως γινόταν μέχρι τώρα, ἤτοι νά χορηγῆται τό Αὐτοκέφαλο
μέ τό ἐθιμικό δίκαιο ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Ἐπίσης, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα
νά μή «τελειωθοῦν» κατά κανονική ἀκρίβεια καί οἱ Αὐτοκεφαλίες πού δόθηκαν σέ ἄλλες
Ἐκκλησίες μόνον ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, καίτοι τό ἤθελαν.
Χάθηκε αὐτή ἡ εὐκαιρία γιά τήν ἐπικράτηση τῆς ἑνότητας
μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί γιά τήν ἀκρίβεια ὑπονομεύθηκε ἡ ἐκκλησιαστική
ἑνότητα.
Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος τῆς Οὐκρανίας
Γιά τό θέμα τῆς Οὐκρανίας πού ἀπασχολεῖ τόν Ὀρθόδοξο
Χριστιανικό κόσμο ὑπάρχουν μερικά δεδομένα.
Πρῶτον. Οἱ ὀκτώ Ἐκκλησίες (Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Ἑλλάδος, Πολωνίας, Ἀλβανίας, Τσεχίας καί Σλοβακίας) ἔχουν τήν αὐτοκεφαλία τους ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κατ’ οἰκονομίαν «τῷ καλῷ τῆς οἰκονομίας χρήσασθαι τρόπῳ».
Δεύτερον. Στούς Τόμους μέ τούς ὁποίους χορηγήθηκαν Αὐτοκεφαλίες καί Πατριαρχικές ἀξίες σέ διάφορες Ἐκκλησίες, γίνεται ἀναφορά στήν σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου στήν ὁποία θά ψηφισθῆ ἡ τελική ἀναγνώριση τῶν Αὐτοκεφάλων αὐτῶν Ἐκκλησιῶν ἀπό ὅλες τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες.
Τρίτον. Βασική
κανονική ἀρχή εἶναι νά μή εἰσέρχεται κάποια Ἐκκλησία στίς ἀποφάσεις τῶν ἁρμοδιοτήτων
τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, πολύ δέ περισσότερο στίς ἀποφάσεις τῆς Πρωτόθρονης Ἐκκλησίας,
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού ἔχει ηὐξημένες ἁρμοδιότητες στήν προεδρία
καί τήν καλή λειτουργία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οὔτε καί νά τίς κρίνουν,
πρό τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στήν ὁποία παραπέμπονται γιά τήν ὁλοκλήρωση.
Τέταρτον. Ἡ Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ τήν ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά
τήν πράξη του νά ἐκδώση Πατριαρχική Πράξη χορηγήσεως Αὐτοκεφαλίας στήν Ἐκκλησία
τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά νά ἀποδεχθῆ πρός τό παρόν τήν ἀπόφαση αὐτή καί νά ἀναμείνη
νά ἐκφράση τήν συνολική ἄποψη καί κρίση της, μέ τήν ψῆφο της, ὅταν θά συνέλθη ἡ
Οἰκουμενική Σύνοδος. Ἐκεῖ θά κριθῆ καί ὁ τρόπος πού δόθηκε ἡ Αὐτοκεφαλία, ὄχι
μόνον στήν Οὐκρανία, ἀλλά καί στίς ἄλλες Ἐκκλησίες.
Ἡ μή ἀποδοχή τοῦ
τρόπου ἐκδόσεως τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου γιά τήν Αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανίας, θά
θέση σέ ἀμφισβήτηση τίς Αὐτοκεφαλίες τῶν ὀκτώ ἄλλων ὑφισταμένων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν,
συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Διότι αὐτές οἱ Αὐτοκεφαλίες χορηγήθηκαν μόνον ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Πέμπτον. Ὡς πρός τό θέμα τοῦ πῶς ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἡ «Ἀρχιερωσύνη» τῶν Ἐπισκόπων πού «χειροτονήθηκαν» ἀπό τούς καθηρημένους Ἀρχιερεῖς καί τούς σχισματικούς ἤ «αὐτοχειροτονήτους», ἡ Ἐκκλησία μας πρίν λάβη κάποια ἀπόφαση, θά πρέπει νά ἐρωτήση τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον ἀποκατέστησε τούς «Ἀρχιερεῖς» αὐτούς. Αὐτό ἑδράζεται στόν Συνοδικό καί Πατριαρχικό Τόμο τοῦ 1850 μέ τόν ὁποῖον δόθηκε τό Αὐτοκέφαλο στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πού διαγορεύει: «Ἐν τοῖς συμπίπτουσιν ᾽Εκκλησιαστικοῖς πράγμασι, τοῖς δεομένοις συσκέψεως καί συμπράξεως πρός κρείττονα οἰκονομίαν καί στηριγμόν τῆς ᾽Ορθοδόξου ᾽Εκκλησίας, ἤρεσεν, ἵνα ἡ μέν ἐν ῾Ελλάδι Ἱερά Σύνοδος ἀναφέρηται πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί τήν περί αὐτόν Ἱεράν Σύνοδον· ὁ δέ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μετά τῆς περί αὐτόν Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, παρέχῃ προθύμως τήν ἑαυτοῦ σύμπραξιν, ἀνακοινῶν τά δέοντα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος».
Ἑπομένως, στό θέμα τῆς Οὐκρανίας ἐπιβάλλεται ἡ σύσκεψη καί ἡ σύμπραξη μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πολύ δέ περισσότερο ἐπειδή ἡ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διοικεῖ «ἐπιτροπικῶς» καί τίς Ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐν Ἑλλάδι. Ἐάν δέν γίνη αὐτό,
τότε ὑπονομεύεται ὁ Συνοδικός καί Πατριαρχικός Τόμος τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας
μας.
Ἕκτον. Αὐτό τό
θέμα, πού ἀφορᾶ τήν χορήγηση τῆς Αὐτοκεφαλίας στήν Οὐκρανία, δέν μπορεῖ νά τεθῆ
σέ ψηφοφορία στήν Ἱεραρχία, διότι σέ μιά τέτοια περίπτωση θά εἰσέλθουμε σέ ὑπόθεση
ἄλλης Ἐκκλησίας, καί μάλιστα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅταν μάλιστα Αὐτό
διατηρεῖ καί «τό ἀνώτατον κανονικόν δικαίωμα» στίς Ἐπαρχίες «τοῦ Ἁγιωτάτου Ἀποστολικοῦ
καί Πατριαρχικοῦ Θρόνου» ἐν Ἑλλάδι, στίς λεγόμενες Νέες Χῶρες.».