Τη συνάντησα τυχαία σε μια εκδήλωση στο λιμάνι Μεσολογγίου. Καθόταν μόνη της και κοίταζε αυτούς που χόρευαν.
Στο μελαγχολικό της βλέμμα έβλεπες ξεκάθαρα την ψυχή της να κάνει τσαλίμια και να αιμορραγεί συγχρόνως.
Λίγο πιο κει καθόταν η ξαδέρφη μου. Τη φωτογράφισα.
Πλησίασα δειλά να ρωτήσω την ηλικιωμένη κυρία αν μου επιτρέπει να φωτογραφίσω κι εκείνη. Με πρόλαβε όμως. -Θα με βγάλεις κι εμένα μια φωτογραφία; Με ρώτησε.
-Ναι, ευχαρίστως. Αλλά πού θα σας βρω να σας τη δώσω; Δεν είμαι από δω.
-Από πού είσαι;
-Από τη Ναύπακτο. Αλλά έρχομαι συχνά εδώ.
-Πότε θα ξανάρθεις; Σε μια βδομάδα; Δέκα μέρες; Με ρώτησε με αγωνία.
-Δεν ξέρω. Πείτε μου πού να την αφήσω.
-Να μου τη δώσεις τώρα απάντησε-πίστευε πως μπορούσα να την εκτυπώσω εκείνη τη στιγμή.
-«Γιαγιά», της είπα κρατώντας της το χέρι, «δεν γίνεται τώρα». Πρέπει να πάω σε κατάστημα να την εκτυπώσω, προσπάθησα να της εξηγήσω ενώ ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι δεν άκουσε τίποτα. Το ηχείο ήταν πάνω από το κεφάλι της. Μπορεί ακόμα και να μην καταλάβαινε τί της έλεγα.
– Να την αφήσω στο ζαχαροπλαστείο του κυρίου Πέτρου στην πλατεία;
Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Κρατούσε στα χέρια της ένα ματσάκι λουλούδια.
Τα λατρεύει σκέφτηκα. Το ίδιο κάνω κι εγώ σε κάθε μου απόδραση μαζεύω λουλούδια. Ντυμένη όμορφα με καθαρά ρούχα, καλοχτενισμένη, κι ένα φουλάρι στο λαιμό που πρόσθετε μια ιδιαίτερη πινελιά στο ντύσιμό της και την προστάτευε συνάμα από το κρύο. Μια φιγούρα που δεν περνούσε απαρατήρητη!
Θαυμάζω τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας που κυκλοφορούν πάντα περιποιημένοι. Δείχνουν πόσο αγαπούν τη ζωή!
Έμεινα να κοιτάζω μια τους πολύχρωμους χαρταετούς στον ουρανό, μια τα μικρά παιδιά που έτρεχαν και γελούσαν και μια εκείνη που είχε χαθεί στις σκέψεις της.
Στο βάθος οι βάρκες και τα ψαροκάικα δεμένα στο λιμάνι.
Πόσες διαφορετικές εικόνες στον καμβά της ζωής!
Πόσες φουρτούνες να πέρασε κι εκείνη ψάχνοντας το λιμάνι της.
Το βρήκε άραγε ή ακόμα θαλασσοδέρνεται;
Διάφορα ερωτήματα βομβάρδιζαν το μυαλό μου και το κεφάλι μου άρχισε να βαραίνει λες και είχα πιει ένα βαρέλι κρασί.
Πάμε να χορέψουμε, πρότεινε η ξαδέρφη μου και την ακολούθησα αφήνοντας ένα μουδιασμένο χαμόγελο να σκάσει σαν πυροτέχνημα στα χείλη μου.
Την άφησα και μπήκα στο χορό αλλά η ματιά μου ήταν συνεχώς πάνω της.
Αναρωτιόμουν δεν έχει κανέναν αυτή η γυναίκα; Οικογένεια, φίλους, κάποιον τέλος πάντων να της κάνει παρέα μια τέτοια μέρα.
Μπήκα στη θέση της. Πόσο επώδυνη είναι η μοναξιά τέτοιες ώρες;
Ένιωθα πως είχα μερίδιο ευθύνης για τον πόνο της.
Πώς μπορούσα εγώ να χορεύω, όταν εκείνη καθόταν ακίνητη σε μια καρέκλα τελείως μόνη; Κάποια κυρία με έσπρωξε και με έβαλε χωρίς να με ρωτήσει να σύρω το χορό.
Ωστόσο εγώ έχανα τα βήματά μου γιατί πονούσα. Εκείνη τη στιγμή τη βλέπω να σηκώνεται με σκυμμένο το κεφάλι και αργόσυρτα βήματα και να φεύγει. Δεν έχασα χρόνο.
Έτρεξα προς το μέρος της, την πήρα από το χέρι και την έβαλα να σύρει το χορό.
Αν κάποιον έπρεπε να καμαρώσουμε ήταν εκείνη και μόνο εκείνη!
Στα πρώτα της κιόλας βήματα ξεχύθηκε στο πρόσωπό της όλος ο πόνος και η πίκρα που της έδωσε η ζωή.
Έσκυψε και πετούσε λίγα – λίγα τα λουλούδια που κρατούσε, με τέτοια ευλάβεια, λες κι εκείνη την ώρα κάποιον άγιο προσκυνούσε. Ίσως πάλι να φαντασιωνόταν κάποια στιγμή από τα νιάτα της που της πετούσαν λουλούδια όταν χόρευε. Μπορεί πάλι να μην το έκανε ποτέ κανένας για κείνη και της έμεινε ανεκπλήρωτη επιθυμία, παράπονο κρυφό και τώρα τα πρόσφερε στον εαυτό της. Μόνο εκείνη ξέρει.
Αφού τέλειωσε το χορό και έλαβε το θερμό χειροκρότημα όλων των παρευρισκόμενων, ένας ολόλαμπρος ήλιος ήρθε και θρονιάστηκε μέσα της.
Όρθωσε τους ώμους της, αποτίναξε προς στιγμή το φορτίο που κουβαλούσε και με μια αέρινη σβελτάδα πήγε και ξανακάθισε στη θέση της. Το σκοτάδι στο βλέμμα της είχε χαθεί. Ξαναμάζεψε λουλούδια κι έμεινε εκεί ως το τέλος της εκδήλωσης να μας παρακολουθεί.
Σε λίγο τα ηχεία έκλεισαν. Μπορούσαμε πια να συνεννοηθούμε.
Με μια παιδιάστικη αφέλεια, μου έδωσε το τηλέφωνό της, χωρίς να το ζητήσω, μου είπε το όνομά της και πού είναι το σπίτι της.
Ήθελα να τη ρωτήσω γιατί ήταν μόνη της αλλά δίστασα. Φοβήθηκα μήπως τις ξύσω πληγές. Ας γύριζε στη γωνίτσα της ανάλαφρη έστω για μια μέρα. Της άξιζε και το δικαιούταν -όπως ο καθένας μας άλλωστε.[1]
Υποσχέθηκα πως θα της τηλεφωνήσω να συναντηθούμε να της δώσω τη φωτογραφία.
Η κυρία Ελένη. Μια αρχόντισσα 90 χρονών μόνη! Μια αξιοπρεπέστατη κυρία -όπως και τόσες άλλες στην ηλικία της-που κρύβει περίτεχνα τον πόνο της και υπομένει καρτερικά τη μοναξιά της κοιτώντας μας στα μάτια.
Κι εμείς;
Τί κάνουμε γι’ αυτούς τους ανθρώπους εμείς;
Πού κοιτάμε;