Σύμφωνα με τα όσα γνωρίζουμε έως σήμερα, η απάντηση στο λογικό ερώτημα του κόσμου για το πότε θα λήξει η καραντίνα μπορεί να δοθεί με μια από τις παρακάτω εκδοχές ή το συνδυασμό τους.
Τι πιο ιδανικό από το να έχουμε το εμβόλιο αύριο, ωστόσο αυτό είναι επιστημονικά ανέφικτο. Καθώς απέχουμε τουλάχιστον 6 μήνες, έως 24 ή και περισσότερους, από το να τεθεί σε κυκλοφορία το πρώτο εμβόλιο που θα κριθεί ασφαλές.
Έτσι, το να αναγκαζόμαστε να περιμένουμε το εμβόλιο για την άρση των περιοριστικών μέτρων θα ήταν η χειρότερη δυνατή εξέλιξη, και για την ψυχική υγεία όλων μας, αλλά και για την οικονομία.
Σε αντίθεση με το εμβόλιο, η παρασκευή ενός νέου φαρμάκου, ή η επιβεβαίωση της καταλληλότητας ενός ή περισσότερων υφιστάμενων φαρμάκων, που θα αποδειχθούν ικανά σε σημαντικό βαθμό ικανά να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της ίωσης είναι κατά κανόνα ζήτημα μηνών έως και εβδομάδων.
Και σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, το διάστημα από την ημέρα που θα ανακοινωθεί ότι «βρέθηκε το κατάλληλο φάρμακο» για τον COVID-19, μέχρι τη στιγμή που το ΕΣΥ θα μπορεί να ανταπεξέλθει πλήρως, θα χρειαστεί χρόνος.
Ασφαλώς, ο τυχόν εντοπισμός ή η παρασκευή κατάλληλου φαρμάκου θα συνιστά εξέλιξη εξαιρετικά θετική, ως μη ειδικοί όμως δε θα πούμε τίποτα παραπάνω ως προς το χρονικό ορίζοντα στον οποίον μπορεί κάτι τέτοιο να συμβεί.
Εκείνο που μπορούμε να αναμένουμε ως το πιο πιθανό είναι ότι ακόμη και αυτό το ενδεχόμενο δύσκολα θα μπορεί από μόνο του να δώσει διέξοδο από το καθεστώς lockdown σε λιγότερους από 2 μήνες από σήμερα.
Αν και, κατά γενική ομολογία, τα μέχρι στιγμής δεδομένα για την εξέλιξη της νόσου στην Ελλάδα είναι ενθαρρυντικά, και αυτό οφείλεται στην έγκαιρη λήψη της απόφασης για lockdown, ωστόσο δεν είναι ακόμη επαρκή για την εξαγωγή στατιστικώς ασφαλών συμπερασμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, το να παραμείνει η ασθένεια επί μακρόν σε ελεγχόμενα χαμηλά επίπεδα ακούγεται ως η πιο ευχάριστη δυνατή εξέλιξη από κάθε άλλη άποψη, από οικονομική άποψη όμως θα αποτελούσε το χειρότερο ενδεχόμενο, και από κοινωνική πλήρες αδιέξοδο.
Αυτό διότι, όσο υπάρχει διάδοση, έστω και μικρή, δε θα μπορούν να αρθούν τα περιοριστικά μέτρα που ισχύουν σήμερα με το φόβο της υποτροπής, αλλά και της πιθανής μετάλλαξης του ιού προς το επιθετικότερο— ενδεχόμενο που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ως το χειρότερο πιθανό.
Η Κυβέρνηση, εξάλλου, θα είναι πολύ δύσκολο να διακινδυνεύσει να «ανοίξουν οι πόρτες των σπιτιών» και τα σύνορα τον Μάιο, αν υπάρχει ο φόβος ο ιός να επιστρέψει δριμύτερος τον επόμενο ή μεθεπόμενο μήνα.