Για όλα φταίνε οι προηγούμενοι. Κι έτσι δικαιολογείται το κάθε νέο φαγοπότι ως… θεσμική ανάγκη.
Τα σκάνδαλα που αποκαλύπτονται, καταγγέλλονται μετά βδελυγμίας. Όσα, βέβαια, αφορούν την προηγούμενη κυβέρνηση. Τα δικά τους σκάνδαλα είτε είναι «προσωπικές υποθέσεις», είτε «fake news», είτε «θα τα δούμε όταν έρθει η ώρα». Που ποτέ δεν έρχεται.
Και κάπως έτσι λειτουργεί η περίφημη «πολιτική συνέχεια» στην Ελλάδα: η ατιμωρησία του χθες να νομιμοποιεί τη διαφθορά του σήμερα. Οι παλιοί συγχωρούνται μέσω της βρώμικης δράσης των καινούργιων. Ένας διαρκής φαύλος κύκλος, με τους πολίτες πάντα στον ρόλο του θεατή – ή του επόμενου θύματος.
Το χειρότερο, όμως, δεν είναι η διαφθορά στην κορυφή. Είναι η ηθική διάβρωση που εξαπλώνεται προς τα κάτω. Όταν ο πολίτης βλέπει ότι για να διοριστείς πρέπει να έχεις γνωριμία και όχι βιογραφικό, όταν βλέπει πως κανείς δεν τιμωρείται για τίποτα, το μήνυμα είναι σαφές: «Κλέψε κι εσύ, μπορείς».
Κι έτσι η ελληνική κοινωνία μαθαίνει να προσαρμόζεται. Η διαφθορά γίνεται καθημερινότητα. Το ρουσφέτι, δικαίωμα. Το ψέμα, τακτική. Και η ελπίδα, ανέκδοτο.
Όσοι διαμαρτύρονται αντιμετωπίζονται ως γραφικοί. Όσοι προσπαθούν να τηρήσουν αρχές, μένουν απ’ έξω. Το σύστημα έχει φροντίσει να τους θεωρεί «περίεργους» ή – χειρότερα – «ανίκανους να παίξουν το παιχνίδι».
Αυτή η κατάσταση δεν είναι απλώς πολιτική. Είναι πολιτισμική. Και όσο η κοινωνία παραμένει απαθής ή συμβιβασμένη, τόσο η ανακύκλωση της φαυλότητας θα συνεχίζεται. Όχι γιατί δεν υπάρχουν έντιμοι άνθρωποι – αλλά γιατί κανείς δεν τους επιτρέπει να φτάσουν ψηλά χωρίς να λερωθούν.
Η αλλαγή ξεκινά από τη βάση. Από τους πολίτες που θα πάψουν να αποδέχονται την παρακμή ως κανονικότητα. Από αυτούς που δεν θα ζητούν ρουσφέτι αλλά δικαιοσύνη. Και κυρίως, από εκείνους που θα καταλάβουν πως η αδιαφορία τους είναι το ισχυρότερο καύσιμο για τη μηχανή της διαφθοράς.



