“Στέκομαι όρθια για ώρες στην ανοιχτή πόρτα του σπιτιού μας με ένα βλέμμα που του έχει τραβήξει την προσοχή μια κόκκινη φανέλα από την απέναντι μπουγάδα της γειτόνισσας. Μένω ασάλευτη κι ας έχουν μουδιάσει οι γάμπες μου .Σκουπίζω βιαστικά δυό δάκρυα ,άτιμοι κόκκοι στεναχώριας, αιώνια κατάλοιπα της απέραντης θλίψης μου.
Μια τέτοια φανέλα φορούσες τότε που πριν από πολλά χρόνια γύρισες ολόβρεχτος από τα μπουγέλα την τελευταία μέρα των μαθημάτων . Ακόμη θυμάμαι το ευτυχισμένο πρόσωπό σου όταν μου έλεγες πόσο πολύ έβρεξες το κορίτσι που σου άρεσε.
Μια τέτοια φανέλα φορούσες μέσα από το πουλόβερ σου το απόγευμα που μου απήγγειλες εκείνο το δύσκολο ποίημα για την σχολική γιορτή. Μαρτύριο το χαρακτήρισες , είναι τιμή σου είπα.
Μια τέτοια φορούσες όταν μου έδωσες ένα σκαστό φιλί ,ύστερα από πολύ καιρό μπροστά στους φίλους σου λέγοντάς μου : “Γεια σου ρε μάνα με τα ωραία γεμιστά σου !”
Μια τέτοια φορούσες όταν ο χρόνος τελείωσε ,όταν οι δείκτες κόλλησαν μια για πάντα στο ίδιο σημείο. Το αίμα σου είχε απλωθεί σε όλη την επιφάνεια του υφάσματος ενώνοντας την βαθιά δική του απόχρωση με την ελαφρώς θαμπή του ρούχου .
Δεν ξέρω σε ποιο βαγόνι ήσουν ,δεν ξέρω σε ποια ψυχολογική κατάσταση βρισκόσουν πριν συμβεί το μοιραίο ,δεν ξέρω αν έσφιγγες το μαξιλάρι που συνήθιζες να παίρνεις μαζί όταν ταξίδευες με το τρένο. Άλλωστε τι σημασία έχει ;
Νιώθω να μην ανήκω πια σε τούτον τον κόσμο και στο δικό σου που σε πήγαν με τόσο βίαιο τρόπο οι εφιάλτες με καλούν να εισβάλλω. Ανίκανος στάθηκε για μένα ο Θεός εκείνη την μέρα να σε προστατέψει, βλάσφημη εγώ που το ξεστομίζω.
Μου λείπεις γιε μου …κατάρτι δίχως πανιά είμαι πλέον …σε αγαπώ …
Για κάθε μαμά που θρήνησε το βλαστάρι της …
ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ #tempi”