Οι ανάγκες της αγοράς είναι τεράστιες για πρόσθετη ρευστότητα, με την εκτίμηση του οικονομολόγου Ανδρέα Καλλίγα , να κάνουν λόγο για ένα κενό ρευστότητας της τάξεως των 16 δισ. ευρώ στις επιχειρήσεις.

Ο Μεγαλύτερες ανάγκες εντοπίζονται, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Εθνικής Τράπεζας, στους τομείς της εστίασης και του λιανικού εμπορίου, που δεν έχουν ικανοποιητική πρόσβαση σε κρατικά προγράμματα και στο τραπεζικό σύστημα, με αποτέλεσμα να εκφράζονται φόβοι ότι οι ακάλυπτες ανάγκες κεφαλαίου κίνησης θα οδηγήσουν σε μαζικά «λουκέτα». Είναι χαρακτηριστικό ότι στην εστίαση το έλλειμμα ρευστότητας υπολογίζεται σε 55% του τζίρου.
Αρκετές επιχειρήσεις δεν φθάνουν καν… στην πηγή για να πιούν νερό, καθώς, ακόμη και αν έχουν μεγάλη μείωση τζίρου κατά το β’ τρίμηνο, κόβονται εξαρχής από το κριτήριο του προγράμματος, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να έχουν διατηρήσει σταθερό την απασχόληση τον Οκτώβριο 2020, σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2019. Οποιαδήποτε μείωση απασχολούμενων σε αυτή την περίοδο είναι αρκετή για να κοπεί μια επιχείρηση.
Ένας άλλος σημαντικός «κόφτης», όμως, βρίσκεται κρυμμένος στο κριτήριο της μείωσης του τζίρου το δεύτερο τρίμηνο του 2020, δηλαδή την περίοδο του πρώτου lockdown, το οποίο αποτελεί βασικό οδηγό για να βαθμολογηθεί μια επιχείρηση στο πλαίσιο του προγράμματος, οι πολύ χαμηλές βαθμολογίες που συγκεντρώνουν δεν ευνοούν την ένταξη ενός μεγάλου αριθμού μικρών επιχειρήσεων στο πρόγραμμα.

Προβάδισμα με μείωση τζίρου 90%!
Ουσιαστικά, το πρόβλημα που εντοπίζουν οι επιχειρήσεις είναι ότι έχει διαμορφωθεί με στρεβλό τρόπο η κλίμακα υπολογισμού της βαθμολογίας με βάση τη μείωση τζίρου, καθώς για να πιάσει μια επιχείρηση την υψηλότερη βαθμολογία (60) πρέπει να έχει μείωση τζίρου από 90%, ενώ για μικρότερο ποσοστό οι βαθμοί που λαμβάνει πέφτουν πολύ απότομα, στους 30 και προοδευτικά μειώνονται σε μόλις 12, για μια επιχείρηση που έχει χάσει το μισό τζίρο της.
Το Οικονομικό Επιμελητήριο έχει τονίσει ότι «πρέπει να γίνει αναθεώρηση του κριτηρίου του τρόπου βαθμολόγησης με βάση το κριτήριο μείωσης του τζίρου, ούτως ώστε να λαμβάνουν περισσότερη ενίσχυση και οι επιχειρήσεις που έχουν σημαντική απώλεια τζίρου περίπου από 20% έως 80%. Παρατηρούμε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά στη βαθμολόγηση των επιχειρήσεων: Για παράδειγμα, μια επιχείρηση με απώλεια εσόδων λόγω πανδημίας 90% βαθμολογείται με το μέγιστο του τρίτου κριτηρίου δηλαδή 60 βαθμούς, ενώ μια επιχείρηση με 80% απώλεια εσόδων βαθμολογείται μόνο με 30 από τους 60, δηλαδή για 10 μονάδες μικρότερη ποσοστιαία πτώση έχει απολέσει τη μισή βαθμολόγηση του κριτηρίου. Επιπλέον επιχείρηση με 60% πτώση τζίρου η οποία θεωρείται υψηλή, βαθμολογείται με μόλις 15 βαθμούς από τους 60, δηλαδή χάνει το 75% των βαθμών του κριτηρίου. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει υψηλή συγκέντρωση ως προς την επιλογή των επιχειρήσεων που βρίσκονται στην ανώτερη κλίμακα απωλειών εισοδήματος, ενώ οι επιχειρήσεις που είχαν εξίσου σημαντική μείωση υστερούν στην βαθμολόγηση και άρα στη σειρά αξιολόγησης».
Επιπλέον, το Οικονομικό Επιμελητήριο έχει προτείνει να μειωθεί το ανώτατο όριο ενίσχυσης των 50 χιλ. ευρώ, ώστε να ενταχθούν στην ενίσχυση ακόμα περισσότερες επιχειρήσεις, ούτως ώστε να υπάρχει διασπορά ρευστότητας που θα καλύψει μεγαλύτερο γεωγραφικό εύρος και πλήθος δραστηριοτήτων και επιχειρήσεων. Ενδεικτικά το όριο αυτό θα μπορούσε να ανέλθει ως κατώτατο ποσό στις 3 χιλ. και ανώτατο ποσό στις 25 χιλ. ευρώ.

Ένα άλλοι πρόβλημα που επισημαίνεται είναι ότι λαμβάνονται υπόψη μόνο οι απώλειες του β’ τριμήνου, όχι όμως και γ’ τριμήνου, στο οποίο υπήρξαν σημαντικές απώλειες που δεν έχουν ανακτηθεί. Για παράδειγμα, σημειώνει το Οικονομικό Επιμελητήριο, «ορισμένες επιχειρήσεις παρουσίασαν σημαντική δραστηριότητα μόνο για λίγες μέρες ή εβδομάδες μετά το άνοιγμα και στην συνέχεια παρατηρήθηκε στασιμότητα στην κίνηση όλο το επόμενο διάστημα (πχ τα κομμωτήρια, κάποια εμπορικά καταστήματα). Το πρόβλημα των επιχειρήσεων συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου (Γ’ τρίμηνο). Αντίθετα τα εμπορικά καταστήματα, πλην της πρώτης εβδομάδας, παρουσίασαν στάση στην κίνηση των πωλήσεων, τόσο μετά την άρση των μέτρων όσο και όλο το επόμενο διάστημα».
Καλλιγάς Κ. Ανδρέας