Το ότι η Ελλάδα είναι δεύτερη από το τέλος, μετά την Βουλγαρία, σε ό,τι αφορά την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών είναι γνωστό.
Αυτό όμως που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι η αγοραστική δύναμη του μισθού είναι χαμηλότερη από ό,τι στη Βουλγαρία, τοποθετώντας την Ελλάδα κυριολεκτικά στον πάτο.
Ποιος είναι όμως ο λόγος που η Εurostat μας κατατάσσει πρώτους… από το τέλος σε ό,τι αφορά την αγοραστική δύναμη του μισθού και από πού προκύπτει αυτή η αξιολόγηση;
Το σχετικό πινακάκι, που εμφανίζει την Ελλάδα πίσω από τη Βουλγαρία, αφορά τον μέσο ετήσιο προσαρμοσμένο μισθό πλήρους απασχόλησης, όπως μετριέται σε Ισοτιμίες Αγοραστικής Δύναμης (Purchasing Power Standards). Αν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε Ισοτιμίες Αγοραστικής Δύναμης (PPS) είναι μόλις το 68% του μέσου όρου της ΕΕ, ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης σε PPS είναι ακόμα χαμηλότερα, στο 54% της ΕΕ.
Η μεθοδολογία της Eurostat
Ο δείκτης του «μέσου ετήσιου προσαρμοσμένου μισθού πλήρους απασχόλησης ανά εργαζόμενο», ξεκίνησε να υπολογίζεται από τη Εurostat μετά το 2021, με την υιοθέτηση της οδηγίας για την Μπλε Κάρτα. Λειτουργεί ως ένα «κατώφλι εισόδου» για να χορηγεί η κάθε χώρα άδειες εργασίας σε υψηλά ειδικευμένους εργαζόμενους τρίτων χωρών και σύμφωνα με τη Εurostat αντιπροσωπεύει «ένα μισθό επαρκή για αξιοπρεπή διαβίωση σε κάθε κράτος μέλος».
O «προσαρμοσμένος» μισθός προκύπτει από συνδυαστικά στοιχεία, για το ύψος των αμοιβών και τις ώρες απασχόλησης σε κάθε χώρα, μετατρέποντας τους μισθούς μερικής απασχόλησης σε «ακαθάριστα ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης».
Ένας από τους λόγους για τον νέο τρόπο υπολογισμού, είναι ότι όσο η μερική απασχόληση κερδίζει έδαφος στην ΕΕ, αναζητιέται ένας δείκτης που να είναι πιο αντιπροσωπευτικός από ό,τι ο μέσος όρος των αμοιβών.