Με αφορμή την πρόσφατη εθνική τραγωδία, νομίζω ότι στην Ελλάδα αποτελεί παράδοση η περιφρόνηση του πράσινου και το κάψιμο των δασών. Με σκοπό, σχεδόν πάντα, τα βοσκοτόπια μέχρι το 1936 (που απαγορεύτηκε η βοσκή γιδιών σε δάση) και την τσιμεντοποίηση μετά το 1950.
Οι μεγάλες πυρκαγιές των τελευταίων ετών δεν είναι βέβαια οι μόνες, ούτε οι τελευταίες στη χώρα μας. Οι νεότεροι Έλληνες είμαστε μανιακοί με την οικοδομή, το τσιμέντο και την άναρχη δόμηση, παντού, σε παραλίες, κάμπους και βουνά. Οικοδομές πάνω στην άμμο και στη στάχτη. Κανένας δεν νοιάζεται για ποιότητα ζωής, για τις νέες γενιές, για την Ελλάδα. Τσιμέντο να γίνει!
Ο Henri Belle, Γάλλος διπλωμάτης στην Αθήνα επί πέντε χρόνια και φιλέλληνας, μετά από ταξίδι του στην Εύβοια γράφει το 1874 (ταξίδι στην Ελλάδα, Ιστορητής, 1ος τόμος σ. 222): «Μπροστά στα μάτια μας ξεδιπλώνονται διαδοχικά υπέροχοι πίνακες, εκπληκτικοί ορίζοντες. Μα οι μακριές μαύρες λουρίδες, που άφησε πίσω της η πυρκαγιά, μάς γεμίζουν θλίψη. Αυτές οι φωτιές ξεκινούν συχνά από εμπρησμό και ποτέ δεν καταφέρνουν να ανακαλύψουν τους ενόχους που συχνά προστατεύονται, αν δεν ενθαρρύνονται κιόλας από τους δασοφύλακες…
»Πολύ συχνά επίσης οι νομάδες βοσκοί καίνε από αμέλεια ή και από κακία μεγάλες δασικές εκτάσεις, με το σκοπό να αποκτήσουν κάποια βοσκοτόπια για τα κοπάδια τους.
»Οι αρχές αφήνουν στο έλεος της φωτιάς ολόκληρες επαρχίες, χωρίς να κάνουν τίποτα, για να σταματήσουν ή να περιορίσουν το κακό, ούτε για να καταστείλουν ένα έγκλημα, που ο νόμος τιμωρεί με πολύ αυστηρές ποινές.
»Έτυχε να δούμε με τα μάτια μας, κατά τη σύντομη παραμονή μας στην Κύμη, ένα τέτοιο δείγμα της καταστροφής που συντελείται σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Πυκνός καπνός κάλυπτε το βουνό σε πλάτος δύο χιλιομέτρων και σκοτείνιαζε τον ήλιο. ‘Δεν είναι τίποτα’, μάς είπε ο εστιάτορας που μάς σερβίριζε μισό αρνί ψητό. ‘Δεν είναι τίποτα, καίγεται το βουνό’. ‘Α! και ποιος έβαλε τη φωτιά;’. ‘Ποιος ξέρει;’, απάντησε ο τύπος σηκώνοντας τους ώμους. ‘Ίσως κάποιος βοσκός’. ‘Μα δεν έστειλαν κόσμο να σβήσει τη φωτιά;’. Ο άνθρωπος μάς κοίταξε έκπληκτος, χωρίς ν’ απαντήσει, σαν να μας θεωρούσε τρελούς. ‘Κι αν καεί ολόκληρο το βουνό;’. ‘Ε, και ύστερα, τι πειράζει. Ανήκει στο κράτος!’.
Άντε τώρα να βάλεις μέσα σε τέτοιου είδους κεφάλι τη θεωρία της αποψίλωσης και των επιπτώσεών της στη γεωργία και στο κλίμα!».
Στις 27.7.2004 δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ «προφητική» επιστολή μου, για προληπτική προστασία της Πάρνηθας, που αναδημοσιεύθηκε και στο περιοδικό ΚΟΡΦΕΣ.
Ως συστηματικός ορειβάτης παντός καιρού (γνωστός ως «φανελάκιας») στην Πάρνηθα από το 1950, με περίπου 40.000 ώρες ορειβασίας, ως εθελοντής «πυροσβέστης» με πείρα από δεκάδες πυρκαγιές και ως πυροπαθής (δύο φορές), τόνιζα, με επιχειρήματα, γιατί είναι καταλυτικής σημασίας η συστηματική πυροφύλαξη και πρόληψη των πυρκαγιών. Και ότι, αν πιάσει φωτιά, η Πάρνηθα δεν σώζεται. Γι αυτό και πρότεινα: «Μοναδική λύση να αναλάβει ο στρατός την προληπτική πυροφύλαξη της Πάρνηθας»!!
Τεράστιος και ανώμαλος όγκος 300.000 στρεμμάτων με ισοϋψή καμπύλη 125 χιλιομέτρων σε υψόμετρο 600 μέτρων (όπου κατοικώ), έχει πολλές και απότομες βουνοκορφές, βαθιές και δύσβατες χαράδρες με μεγάλα ρεύματα αέρα και πυκνό πευκοδάσος και ελατοδάσος με ξερά και ημίξερα δένδρα.
Δυστυχώς, το 2007, επαληθεύτηκαν οι βάσιμοι φόβοι μου.
Επισημαίνω ότι, η Πάρνηθα, δεν καταστράφηκε ούτε στην Κατοχή, που ο κόσμος είχε μεγάλες ανάγκες για καυσόξυλα, έστω για λίγα κουκουνάρια. Γιατί, τότε, την προστάτεψαν οι Γερμανοί.
Επαναλαμβάνω την ανωτέρω πρόταση για συστηματική πυροφύλαξη με στρατιώτες, στα υπάρχοντα 2-3 πυροφυλάκια όλο το καλοκαίρι, ώστε να εξασφαλίζεται η ταχύτερη δυνατή επέμβαση αεροπλάνων και άλλων πυροσβεστικών δυνάμεων.
Αχρείαστα να είναι, αλλά στην Ελλάδα ζούμε!
Σημείωση: Το ανωτέρω άρθρο μου δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «ΤΑ ΝΕΑ» στις 8.8.2018 και «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» στις 16.8.2018, με τίτλους επιλογής τους.