Το αγοράκι με το φθαρμένο παντελόνι την έβλεπε κάθε μέρα στην μέση της βιτρίνας του πολυκαταστήματος. Ήταν ολοστρόγγυλη σαν τεράστιο πορτοκάλι και στραφτάλιζε σαν αστέρι φωτεινό. Μερικές φορές άπλωνε τα χεράκια του προς την μεριά της κι έκλεινε τα μάτια του σφιχτά. Με την δύναμη της φαντασίας του την άγγιζε θαυμάζοντας κάθε λεπτομέρειά της από κοντά, ξεχώριζε μια προς μια τις χιονονιφάδες που στροβιλίζονταν τρελά με κάθε αναποδογύρισμά της.
Η υπάλληλος που ήταν υπεύθυνη για τον στολισμό της βιτρίνας το λυπόταν πραγματικά αυτό το παιδί. Είχε από καιρό καταλάβει πόσο πολύ τον μάγευε αυτή η μπάλα μα δεν μπορούσε να κάνει κάτι.
Οι συνάδελφοι την είχαν συμβουλεύσει να μην το αφήσει να την πλησιάσει αφού υπήρχε κίνδυνος να την λερώσει με τα ρυπαρά του χέρια ή ακόμη και να την σπάσει και τότε σίγουρα θα έχανε την καλοπληρωμένη δουλειά της. Το αγοράκι συνήθιζε να ζητιανεύει από το πρωί ως το βράδυ σε διάφορα σημεία της πόλης προτιμώντας εκείνα που σύχναζαν παιδιά της ηλικίας του.
Λαχταρούσε έναν αδελφό, μια παρέα…
Τα παιδιά συνήθως τον απέφευγαν ή γελούσαν μαζί του. Κι αν κάποιο επιχειρούσε ποτέ να το πλησιάσει το τραβούσε η μαμά του απ’ τους ώμους τονίζοντάς του πως δεν κάνουμε παρέα με ανθρώπους που κοιμούνται στους δρόμους και τα παγκάκια.
Είχαν ήδη περάσει δέκα χρόνια από την γέννησή του και το παιδί δεν γνώριζε τίποτα για το πώς και γιατί της κατάστασής του. Οι εβδομάδες, οι μήνες και τα χρόνια του μοιράζονταν σε ιδρύματα, ανάδοχες οικογένειες και τους δρόμους.
Κάποτε ένας παπάς του είχε πει: ”Μην σε παίρνει από κάτω. Κάποια στιγμή ο Παντοδύναμος θα σου δώσει όσα σου χρωστάει η ζωή”.
Ο μικρός δεν έβλεπε πάντως να παίρνουν σάρκα κι οστά τα λόγια του ιερέα κι απογοητευόταν όλο και περισσότερο. Είχε φτάσει η μέρα των Χριστουγέννων και το χιόνι έπεφτε όλο και πιο παχύ. Οι άνθρωποι δεν έβλεπαν την ώρα να βραδιάσει για να ανταλλάξουν ευχές και δώρα. Ο μικρός δεν μπορούσε να κρύψει την εύλογη ζήλια μα και τον βαθύ πόνο της ψυχής του. Με δάκρυα στα μάτια προσπάθησε να αντλήσει λίγο ενθουσιασμό από την θέα της κρυστάλλινης χιονόμπαλας.
“Τι κρίμα που θα την βγάλουν σε λίγες μέρες” μουρμούρισε με παράπονο. “Φαντάσου να υπήρχε ένα μέρος γεμάτο με παρόμοιες χιονόμπαλες όλο τον χρόνο, δεν θα ήταν κάτι το υπέροχο;”
Το αγόρι έστρεψε το βλέμμα του προς τα δεξιά, προς τα εκεί από όπου προερχόταν η άγνωστη φωνή.
“Μάλιστα, θα ήταν πολύ ωραίο” απάντησε διστακτικά παρόλο που η εξωτερική εμφάνιση του παχουλού, ροδομάγουλου άνδρα με την λευκή γενειάδα είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του. “Τι περιμένεις τότε, ετοιμάσου για ένα ταξίδι ατελείωτο και παραμυθένιο.
Ένα ταξίδι στην χώρα γεμάτο κρυστάλλινες χιονόμπαλες, τεράστιες και μικρές σαν καρφίτσα, πολύχρωμες και ολόλευκες σαν τις νιφάδες”.
Κανείς δεν είδε ποτέ ξανά αυτό το άμοιρο αγόρι.
Κάποια παιδιά όμως λένε πως το βλέπουν κάθε χρόνο να μοιράζει μαζί με τον Άγιο Βασίλη δώρα μέσα από το ιπτάμενο έλκηθρο, εγώ το πιστεύω….
Η γιαγιά έκλεισε το βιβλίο με τα χριστουγεννιάτικα κοιτάζοντας τα εγγόνια της με ένα μυστήριο χαμόγελο σαν να την είχε πιστέψει και η ίδια αυτή την ιστορία.