Στέρεψαν οι κατάλληλες λέξεις, οι τόσον απαραίτητες, να εκφράσουν το σπαραγμό των αγνών ανθρώπων, για τον άδικο θάνατο του ΑΛΚΗ, του φοιτητή της Θεσσαλονίκης.
Το γεγονός της στυγερής δολοφονίας ενός νέου ανθρώπου, φέρνει στην επικαιρότητα την οπαδική βία που ταλανίζει την κοινωνία.
Ο φανατισμός, απ’ όπου και αν εκπορεύεται, μαυρίζει την ψυχή. Το πρόβλημα γνωστότατο, έχει επισημανθεί αρκετές φορές. Κάθε φορά που ένα αποτρόπαιο γεγονός ταρακουνά συθέμελα την κοινωνία και τη γυρίζει αιώνες πίσω, αποφεύγει να σκεφθεί νηφάλια, ψύχραιμα.
Αν όμως κάθε φορά, το αίσθημα της αγανάκτησης, αποτρέπει την ήρεμη ανάλυση για την αντιμετώπιση της εξωφρενικής κατάστασης που δημιουργείται, τότε πώς είναι δυνατόν η κοινωνία να προχωρήσει σε λύσεις αποκλιμάκωσης της βίας.
Φτάνει πια η κοινωνία να κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της και να πιστεύει ότι αυτός ο συρφετός των πέντε χιλιάδων χούλιγκαν, είναι ένας κόσμος που δεν την αφορά.
Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, κοντά σ’ αυτές και άλλες μικρές ή μεγάλες πόλεις, θεωρούνται ως εστίες ανομίας. Το πέρασμα του χρόνου με αδράνεια, θέριεψε τη βία. Προκαλούνται επεισόδια, καταστρέφονται περιουσίες, κακοποιούνται και δολοφονούνται άνθρωποι.
Αυτή η βία που χρόνο με το χρόνο αυξάνεται, διογκώνεται, σηματοδοτεί και επιβεβαιώνει την αποτυχία όλων. Τα περιστατικά βίας που το ένα διαδέχεται το άλλο, προκαλούν έκπληξη, γεννούν αγανάκτηση αλλά προξενούν και απορίες γιατί χάνονται στη λήθη.
Αναδεικνύεται το λάθος της κοινωνίας που αποφεύγει να δημιουργήσει περιβάλλον για τον πολίτη με λιγότερες ελλείψεις.
Ο εγκληματίας φθάνει στο έγκλημα γιατί νιώθει την ανάγκη να εκδηλωθεί μ’ αυτό. Η υποβάθμιση γεγονότων βίας καλλιεργεί καθεστώς. Η θεραπεία απαιτεί τομές, συγκρούσεις, αποφάσεις.
Αν και οι οπαδοί της βίας κινούνται τις νύχτες σα σκιές, αποθρασύνονται. Βγαίνουν στο φως του ήλιου.
Με την ενέργειά τους αυτή, παύουν να είναι οι γνωστοί άγνωστοί, όπως συνηθίζεται ν’ αποκαλούνται αυτές οι ομάδες που σκορπούν τον τρόμο, τον θάνατο. Μόνο τυχαία δεν είναι η συμπεριφορά τους.
Έχουν κάνει την υπέρβασή τους. Αδιαφορούν για το πρόσωπό τους. Όταν δεν ενδιαφέρονται για τον εαυτό τους, είναι δυνατόν να σκεφθούν τους συνανθρώπους τους; Γι’ αυτό δεν υπάρχουν περιθώρια ανοχής.
Στο ερώτημα που τίθεται, ποιος ευθύνεται γι’ αυτή την κατάντια της κοινωνίας, προβάλλει η εύκολη απάντηση. Υπάρχει σημαντικό έλλειμμα παιδείας.
Οι τόσοι άλλοι φορείς που στριφογυρίζουν στον οικοδόμηση της κοινωνίας είναι άμοιροι ευθυνών;
Η απουσία αποτελεσματικής διοίκησης, η απαξίωση θεσμών, η έξαρση της φαυλότητας, αμέτοχες;
Ας μη διαφεύγει ότι τα περιστατικά βίας, δεν είναι πρόσκαιρα, διαβατάρικα.
Αν η κοινωνία θέλει να μην ακουσθεί ξανά: «μην με χτυπάτε άλλο, σας παρακαλώ», τότε καμιά ανοχή στη βία.