Παρόλο που είναι επίκαιρο δεν είναι τωρινό θέμα η μετάθεση ευθυνών μέσω της μετάθεσης και αλληλοεπικάλυψης αρμοδιοτήτων στο νεοελληνικό κράτος. Τις αρμοδιότητες τις εκχωρεί ή τις αφαιρεί η εκάστοτε κυβέρνηση μέσω των νόμων που ψηφίζονται σχεδόν πάντα με αντιδράσεις από την εκάστοτε αντιπολίτευση. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση αποτελεί ίσως από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, αφού παρόλες τις μεταρρυθμίσεις δεν έχει καταφέρει να κατακτήσει το αυτοδιοίκητο.
Στο βωμό της ανάπτυξης, (που πάντα κάπου σκοντάφτει και ποτέ δεν φτάνει) η Αυτοδιοίκηση γίνεται πολυδαίδαλη, φορτωμένη με αρμοδιότητες χωρίς το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και την απαραίτητη οργάνωση, χωρίς τους αναγκαίους πόρους, με αρμοδιότητες που περιορίζονται στο ρόλο της γνωμοδότησης και της εισήγησης αφήνοντας σε άλλους να παίρνουν τις αποφάσεις. Και για να γίνουμε πιο πειστικοί ξεκινώντας από τα του οίκου μας, ας δούμε αν όλα αυτά αποτυπώνονται στο Γενικό πολεοδομικό Σχέδιο και στις ανεμογεννήτριες, ως ενδεικτικά και μόνο παραδείγματα. Κι όλα αυτά γιατί, η αυτοδιοίκηση ήταν πάντα προσδεμένη στο άρμα της κεντρικής εξουσίας όχι για λόγους αναπτυξιακούς, όπως συνηθίζουν να επικαλούνται οι ασκούντες την κεντρική εξουσία, αλλά για λόγους εκλογικούς.
Στο πλαίσιο αυτό, ως ο τελευταίος τροχός του άρματος, λειτουργούν οι τοπικές κοινότητες.
Ο μεγάλος αριθμός κοινοτήτων και οι γεωγραφικές και πληθυσμιακές ιδιαιτερότητες τους συνθέτουν ένα περίπλοκο θέμα που φτάνει να γίνεται γόρδιος δεσμός. Είναι βέβαιο πως ο μεγαλύτερος αριθμός κοινοτήτων σε απομακρυσμένες, ορεινές και νησιωτικές περιοχές βρίσκονται σε πληθυσμιακή κατάρρευση παρόλο που αυτό δεν αποτυπώνεται στην απογραφή. Βάσει της απογραφής όμως καθορίζεται η εκλογική εκπροσώπηση και τα κριτήρια χρηματοδότησης. Τα θέματα αυτά έχουν απασχολήσει το δημοτικό συμβούλιο με αναφορές στην εκπροσώπηση των Δ.Ε Χάλκειας (2 δημοτικοί σύμβουλοι) και Αποδοτίας (3 δημοτικοί σύμβουλοι) και στην πρόσθετη χρηματοδότηση του δήμου λόγω ορεινότητας με αιχμές ότι το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό μπαίνει στο γενικό κορβανά και δεν αποδίδεται με έργα ή υπηρεσίες στις ορεινές κοινότητες του δήμου.
Οι παραπάνω ενδεικτικές στρεβλώσεις του συστήματος δεν επιλύονται από το κράτος με πολιτικές που θα οδηγούσαν στην πραγματική αποκέντρωση πληθυσμού και αρμοδιοτήτων. Τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις θα έδιναν κίνητρα και απτές δυνατότητες για πραγματική ανάπτυξη και περιορισμό των αδικιών και των ανισοτήτων που τροφοδοτεί το σημερινό σύστημα. Αντί λοιπόν οι μεταρρυθμίσεις να έχουν διαρθρωτικό και ουσιαστικά αναπτυξιακό προσανατολισμό, σχεδιάζονται και υλοποιούνται με καθαρά εκλογικά κριτήρια και χαρακτηριστικά μεγεθύνοντας τις στρεβλώσεις και αυτό-αναπαράγοντας το ίδιο το σύστημα.
Έτσι οι κοινότητες εκλέγουν προέδρους και συμβούλια με «διακοσμητικό» χαρακτήρα, αφού στην πραγματικότητα δεν έχουν κανένα αποφασιστικό ρόλο παρά μόνο γνωμοδοτούν. Η Κοινότητα της Ναυπάκτου, παρόλο που είναι η μεγαλύτερη και ως εκ τούτου έχει και τη μεγαλύτερη εκπροσώπηση, αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Όσο για τις κοινότητες κάτω των 300 κατοίκων οι πιο επικριτικοί του συστήματος θεωρούν πως ούτε υποψήφιος θα βρισκόταν, αν δεν υπήρχε το κίνητρο των μηνιαίων αποδοχών κι αν δεν επιτρεπόταν να μένουν εκτός των ορίων της κοινότητας που εκπροσωπούν. Ο ρόλος κι αυτών περιορίζεται στο να «πιέζουν» τον αρμόδιο αντιδήμαρχο ή και τον ίδιο το δήμαρχο να κάνει μικρο-παρεμβάσεις στην κοινότητα προκειμένου να φανεί έργο τους και να επανεκλεγούν.
Ωστόσο ενόψει του νέου εκλογικού συστήματος πιο ευνοημένοι φαίνονται να είναι οι πρόεδροι και τα συμβούλια των κοινοτήτων άνω των 500 κατοίκων. Ο δήμαρχος και οι αρμόδιοι αντιδήμαρχοι τώρα έχουν κάθε λόγο να «καλοπιάνουν» αυτή την κατηγορία των προέδρων με συνεχείς παρεμβάσεις και έργα, γιατί για την κατάρτιση των ψηφοδελτίων στις επόμενες εκλογές χρειάζονται υποψηφίους με «πέρασμα» σε αυτές τις κοινότητες.
Δυστυχώς η κομματικοποίηση υπήρξε ανέκαθεν ανασταλτικός παράγοντας σε οποιαδήποτε προσδοκία, πρόθεση ακόμα και απόπειρα ανάπτυξης. Και αυτό σχεδιάζεται από τα ψηλά, το κράτος, που απλώνει τα πλοκάμια και τα δίχτυα του μέχρι τα πιο χαμηλά, την πρώτη κοιτίδα διοικητικής οργάνωσης, «των Ελλήνων τις κοινότητες».
