«Ε ναι, ρε. Καλύτερα που φύγαμε σήμερα. Δεν λέει να φεύγαμε χθες, καθαροδευτεριάτικα».
-«Εσείς, τελικά, πήγατε Πάτρα;».
-«Καλά, χαμός. Τρεις μέρες, ζήτημα είναι αν κοιμηθήκαμε δέκα ώρες συνολικά».
-«Επαιξε τίποτα;».
-«Ε, όλο και κάτι. …Μου είπε ότι θα ανέβει Θεσσαλονίκη το τριήμερο της 25ης. Τότε θα δούμε».
– «Πόσα μαθήματα χρωστάς;».
-«Ασ’ το αυτό, μη μου το θυμίζεις».
-«Πάλι η μάνα μου… Έλα, ρε μάνα, τι έγινε; …Ναι, ναι, θα τα βάλω τα τάπερ στο ψυγείο μόλις φτάσω. Δεν θα τα ξεχάσω, λέμε».
-«Όχι, μπαμπά, δεν φτάσαμε ακόμη. Είπαμε, θα σου στείλω όταν είναι για να έρθεις να με πάρεις».
-« Όπως τα κανονίσαμε. Είπα στους γονείς μου ότι θα γυρίσω αύριο για να μείνουμε σήμερα μαζί».
-«Τελικά παίχτηκε φάση; Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει περίπου».
-«Δεν του είπα ότι θα γυρίσω σήμερα. Θα του κάνω έκπληξη. Λες να τον πιάσω στα πράσα;».
-«Μαμά, το ροζ πουλόβερ το έβαλες στα πράγματά μου; Τι πάει να πει ήταν βρεγμένο; Ωχου, ρε μαμά, ποιος σου είπε να το πλύνεις; Ναι, βρώμικο θα το φορούσα, εσένα τι σε νοιάζει;».
-«Είδες, βρε κουτό, που δεν ήθελες να κατεβούμε Αθήνα για τριήμερο; Ωραία δεν περάσαμε;».
-«Εκείνος ο ψηλός με το μούσι και το κόκκινο φούτερ. Από την ώρα που μπήκε στο βαγόνι, σε κοιτάει».
-«Άντε τώρα, καλό Πάσχα θα ξανακατέβουμε».
-«Καλά έκανες κι ανέβηκες μαζί μου αφού δεν είχες τίποτα αυτήν την εβδομάδα. Να γνωρίσουν, επιτέλους, οι συμφοιτητές μου την κολλητούλα μου».
-«Μου έχουν πει για μια δουλειά. Καλά, μη φανταστείς, πεντάωρο σε καφετέρια. Θα πάω αύριο το πρωί να δω»………….
Αυτά, περίπου, υποθέτω ότι θα ακούγονταν στα μοιραία βαγόνια λίγα λεπτά πριν από τη σύγκρουση. Βαγόνια γεμάτα από νιάτα, από «σχεδόν παιδιά» που ξεχείλιζαν από ικμάδες ζωής και ορμόνες έρωτα.
Νέοι άνθρωποι που επέστρεφαν, οι περισσότεροι φαντάζομαι, από τα γλέντια του τριημέρου και από αποκριάτικες κραιπάλες. Αν ήταν μεγάλες παρέες, το πιθανότερο είναι ότι θα έκαναν φασαρία, μάλλον θα ενοχλούσαν τους μεγαλύτερους στην ηλικία συνεπιβάτες τους. Τους οποίους μπορεί και να σόκαραν απλά και μόνο με την αίγλη της νιότης τους. Σίγουρα, κάποιοι θα είπαν το κλασικό «Πώς κατάντησε σήμερα η νεολαία!». Τηλέφωνα χτυπούσαν – αχ αυτοί οι γονείς που δεν συνειδητοποιούν ότι τα παιδιά τους μεγάλωσαν, είναι πια είκοσι, είκοσι δύο, είκοσι πέντε χρονών, κάνουν πια τη δική τους ζωή, δεν φταίνε αυτά που η μαμά και ο μπαμπάς έχουν ακόμη στην οθόνη του κινητού φωτογραφία από εκείνα τα γενέθλια με τα δώδεκα κεράκια στην τούρτα, τα τελευταία παιδικά γενέθλια.
Και μηνύματα, πολλά μηνύματα, διότι, τελικά, η γνωριμία του περασμένου Σαββάτου «έστειλε». Και φωτογραφίες στο Instagram, και βιντεάκια στο TikTok, και όλα αυτά τα «προικιά» της νέας εποχής. Και στόχοι για τις σπουδές, και σχέδια για διακοπές, και αγωνίες για τα οικονομικά που δεν βγαίνουν. Και, κυρίως, ζωή. Και, ξαφνικά, ακούστηκε ένα μπαμ.
Ένα μπαμ που άλλαξε τα πάντα.
Από το πριν στο μετά
Και μετά τι; Αυτοί οι ήχοι της φρίκης και της καταστροφής που, αν δεν τους έχεις ακούσει, δεν μπορείς να τους φανταστείς. Τζάμια που σπάνε, σίδερα που λυγίζουν και οιμωγές θανάτου. Ένας σωρός έγιναν, ένας πολτός, νέοι και μεγαλύτεροι, ρούχα και αποσκευές, βιβλία και τηλέφωνα, στόχοι και σχέδια.
Ίσως και ένας ασπροκόκκινος «Μάρτης» στο χεράκι ενός κοριτσιού που βιάστηκε μια μέρα να τον βάλει.
Τι τραγική ειρωνεία. Να συνειδητοποιείς την πολύτιμη ευθραυστότητα της ζωής σου έπειτα από τέτοιες τραγωδίες θανάτου.
Όταν όλα αυτά που θεωρούσες σίγουρη τη συνέχειά τους μένουν μετέωρα.
Όπως αυτά τα τάπερ της μαμάς που δεν μπήκαν ποτέ στο ψυγείο.
Κι εκείνο το ροζ πουλόβερ στην απλώστρα που δεν πρόλαβε να στεγνώσει – πού θα βρει η έρημη η μάνα το κουράγιο να το μαζέψει όταν ξέρει ότι το κοριτσάκι της δεν θα το ξαναβάλει;
Εξαϋλώθηκε, της είπαν. Δεν είναι πλέον ύλη πάει να πει αυτό. Δεν είναι τίποτα.
Ένα ανύπαρκτο «μετά» για ένα «πριν» που ξεχείλιζε από ζωή.
Της Πέπης Ραγκούση