Η κουλτούρα της οργάνωσης και του σχεδιασμού δεν χαρακτηρίζει εν γένει το κράτος μας, επομένως και τον καθένα από εμάς, ως αναπόσπαστο κομμάτι του. Η έλλειψη τάξης και οργάνωσης του χώρου αποτελεί ίσως ένα από τα πιο ενδεικτικά και διαχρονικά παραδείγματα.
Ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός, παρόλο που από πολλούς θεωρείται και αντιμετωπίζεται ως ένα αποκλειστικά και μόνο τεχνοκρατικό θέμα, αφορά δηλαδή μόνο όσους έχουν ειδικές γνώσεις, στην πραγματικότητα είναι ένα καθαρά πολιτικό ζήτημα, αφού αφορά την καθημερινή ζωή όλων μας, αφορά το περιβάλλον στο οποίο ζούμε, αφορά το μέλλον των παιδιών μας, αφορά την ποιότητα ζωής που θέλουμε να έχουμε.
Η ύπαρξη ενός σωστού πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού αποτελεί μια από τις βασικότερες προϋποθέσεις της ποιότητας ζωής και της ανάπτυξης ενός τόπου. Αποτελεί λοιπόν έννοια αυτονόητη για κάθε οργανωμένη και αναπτυγμένη κοινωνία. Δυστυχώς όμως για την Ελλάδα δεν αποτελεί μόνο ζητούμενο αλλά «γάγγραινα».
Έχει επικρατήσει και καθιερωθεί η λογική του «ας το κάνουμε τώρα όπου να΄ναι και όπως να΄ναι, κι αργότερα το διορθώνουμε». Η ολέθρια διαπίστωση όμως, η οποία έρχεται πάντοτε «κατόπιν εορτής», είναι ότι τα πολεοδομικά και χωροταξικά σφάλματα, τις περισσότερες φορές είναι μη αναστρέψιμα. Η πολεοδομική και χωροταξική αναρχία αποτελεί ένα δεδομένο, που δεν είναι απλά και μόνο ένα «έγκλημα» που αφορά κάθε φορά το παρόν, αλλά ένα «έγκλημα» που καταστρέφει το μέλλον του τόπου μας και την ποιότητα ζωής όλων μας.
Πρόκειται για ένα διαχρονικό «πολιτικό έγκλημα» που διαπράττεται με ευρεία συναίνεση, αφού έχει καλλιεργηθεί και επικρατήσει η λογική του «κάνω ό,τι θέλω, όπου θέλω, αφού κάπου θα βρω την άκρη και τα μέσα». Εξάλλου οι «φωτογραφικές» νομοθετικές πράξεις και ρυθμίσεις επιτρέπονται, ενεργοποιούνται και αξιοποιούνται με τις ανάλογες πιέσεις.
Έτσι σχεδόν κανείς δεν ενοχλείται ούτε ασχολείται με τα αποπνικτικά αστικά τοπία, με την άναρχη εκτός σχεδίου δόμηση, με τα μπαζωμένα ρέματα, με τις οχλούσες δράσεις εντός οικισμών, με τα μπαζωμένα ή μη οριοθετημένα ρέματα, με τους χτισμένους αιγιαλούς κ.λ.π, κ.λπ., και άλλα τέτοια πολλά. Κι όταν έρχονται στο προσκήνιο πολεοδομικά εγκλήματα τύπου Μάτι, Μάνδρας κ.λπ. αναζητούνται οι αποδιοπομπαίοι τράγοι για μια νέα «δίκη των έξι».
Και παρά τις εξαγγελίες των κρατούντων για το τέλος της πολεοδομικής αναρχίας , το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας εξακολουθεί να μη διαθέτει οποιασδήποτε μορφής κανόνες, με αποτέλεσμα η οικιστική ανάπτυξη και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες να αναπτύσσονται άναρχα. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία το ποσοστό των δήμων που διαθέτουν γενικό πολεοδομικό σχέδιο (ή Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτής Πόλης – ΣΧΟΟΑΠ) από 16% το 2014 ανέβηκε μόλις κατά 3 μονάδες, στο 19% το 2018.
Ίσως τα στοιχεία αυτά να αποτελούν παρηγοριά στους δημότες των πρώην Δήμων Ναυπάκτου και Αντιρρίου αλλά και όλης εν γένει της Ναυπακτίας. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να προσπεράσει το τεράστιο κόστος, οικονομικό και κοινωνικό, που έχει επιφέρει η μη ολοκλήρωση του πολεοδομικού σχεδιασμού όλες αυτές τις δεκαετίες. Και για όσους εμφανίζονται αισιόδοξοι μάλλον θα πρέπει να κρατούν μικρό καλάθι, γιατί οι πολεοδομικές εκκρεμότητες στη Ναύπακτο και τη Ναυπακτία είναι τόσο πολλές και τόσο δισεπίλυτες που θα πάρουν ακόμα πολλές δεκαετίες, για να μπουν σε τάξη.
Εξάλλου μέχρι στιγμής οι προτεραιότητες των τοπικών αρχόντων εστιάζονται σε έργα κυρίως «βιτρίνας», αφού αυτά ανοίγουν το δρόμο για τις επόμενες εκλογές. Οι κλειστοί δρόμοι και οι δεσμευμένοι κοινόχρηστοι χώροι του σχεδίου πόλεως δεν οδηγούν γρήγορα και με ασφάλεια στην κάλπη.