Τίποτα δεν γεννιέται από το μηδέν και τίποτα δεν επιστρέφει στο μηδέν. Έτσι και αυτό που ονομάζουμε και βιώνουμε ως κρίση δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Οι ενδείξεις και τα συμπτώματα ήταν εμφανέστατα κυρίως για τους ειδικούς, οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν και έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική σκηνή ή έχουν ρόλο συμβούλων και πολιτικών αναλυτών και έτσι με τον έναν ή με τον άλλον ρόλο έχουν θέση και βήμα στα μίντια. Τα προμηνύματα όμως τότε, όταν έβρεχε δανεικά και επιδοτήσεις, καλύπτονταν με χρυσόσκονη,
Και όταν πλέον άρχισε η κοινωνία να νιώθει σε ατομικό επίπεδο την κρίση (βασικά την οικονομική, γιατί η κοινωνική και πολιτισμική κρίση ανήκει στα ψιλά γράμματα της ιστορίας) με την κατακόρυφη πτώση του εισοδήματος, την ανεργία και το κύμα μετανάστευσης των παιδιών της και μάλιστα με αυξημένα προσόντα και δεξιότητες, οι περισσότεροι επαναπαύτηκαν με την ελπίδα ότι μετά το σκοτάδι έρχεται το φως. Μετά από τόσα χρόνια οικονομικής ύφεσης και βαθιάς κρίσης όχι μόνο δεν φάνηκε το φως στο τούνελ αλλά η κρίση έγινε παρακμή.
Και είναι η παρακμή, που είναι ορατή από την καθημερινότητα ως τους πιο θεμελιώδεις θεσμούς αλλά είναι και η παρακμή που δύσκολα τη συνειδητοποιείς και είναι αυτή που τρώει τα θεμέλια και τα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας.
Γέννημα και επιδημία αυτής της παρακμής είναι ο πολλαπλασιασμός των «απολιτίκ» που τείνει να γίνει μόδα και στάση ζωής. Η κοινωνία και κυρίως οι νέοι γυρίζουν την πλάτη τους στην πολιτική ως έννοια γενικά και κυρίως αποστρέφονται τους εκφραστές της, τους πολιτικούς. Ο κόσμος πλέον δεν συζητά πολιτικά, δεν ενημερώνεται σωστά, αδιαφορεί συνειδητά ή ασυνείδητα για ό,τι γίνεται έξω από τα «τείχη» του, κλείνεται στο καβούκι του και ασχολείται με τα δικά του προβλήματα χωρίς να μπορεί να κατανοήσει ότι τα δικά του προβλήματα βρίσκονται σε συνάρτηση με την πολιτική.
Ακόμα και όταν γίνεται προσπάθεια πολιτικής προσέγγισης (κυρίως από τους ενδιαφερόμενους να βρουν υποψηφίους για να στελεχώσουν τα ψηφοδέλτια ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών τον Μάιο του 2019) οι συνομιλητές τους παρακολουθούν χωρίς να ακούν και μέσα τους σιγοτραγουδούν: «Εγώ μετράω τα ρέστα μου να βγάλω κι άλλο μήνα, ανοίγω και δε βλέπω ουρανό, εσύ έχεις στο πιάτο σου ολόκληρη Αθήνα, ανοίγεις και χαζεύεις το κενό».
Δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί η επιδημία της ατομικιστικής περιχαράκωσης και της συλλογικής κατάθλιψης, δεν είναι όμως και ανέφικτο. Η κρίση έφερε στο φως όλες τις παθογένειες και τις αγκυλώσεις του ελληνικού κράτους και της δημόσιας διοίκησης, όπως τον ανορθολογισμό, τον υπερσυγκεκτρωτισμό, τον νομικισμό και τον παραγοντισμό. Η επαναθεμελίωση του κράτους με μεταρρυθμίσεις, που όλοι υπόσχονται και ευαγγελίζονται σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, δεν γίνονται για έναν απλό λόγο, γιατί οι μεταρρυθμίσεις προσαρμόζονται σε συντεχνιακές λογικές, πρακτικές και νοοτροπίες και παύουν να λειτουργούν ως μεταρρυθμίσεις.
Επομένως, η μεταρρύθμιση της «απολιτίκ» νοοτροπίας είναι η πρόκληση των καιρών μας και το κλειδί για επανεκκίνηση.
Οι συλλογικότητες από τα κάτω έχουν τον πρώτο λόγο. Αρχίζοντας από το σπίτι μας, τη γειτονιά μας, το χωριό μας, την πόλη μας, το δήμο μας την περιφέρεια, τη χώρα, την Ευρώπη, τον κόσμο. Όλα μας αφορούν και για όλα πρέπει να έχουμε θέση. Ο καθένας μας ας αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί. Ας το πιστέψουμε. Κανένας δεν θα κάνει για μας τη δουλειά που μας αναλογεί.