Στον έναν περίπου χρόνο της πανδημίας του κορωνοϊού, παντού ακούγονται διαμαρτυρίες για τις καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία. Επιχειρήσεις αναστέλλουν τη λειτουργία τους.
Εκατοντάδες χιλιάδες νέες και νέοι προστίθενται στην ανεργία.
Από παντού πιέσεις στην Κυβέρνηση, δώσε μου και μένα μπάρμπα.
Πουθενά δεν έτυχε να διαβάσω κάποιο ενδιαφέρον για τους συμπαθείς πλανόδιους μικροπωλητές. Ξεκίνησαν από μακρινές χώρες. Από τα βάθη της Ασίας ή της Αφρικής. Όπως παλαιότερα οι παππούδες μας έφθαναν μέχρι τη Μαντζουρία. Ποιος ξέρει ποια ενθαρρυντικά λόγια τους παρακίνησαν ν’ αφήσουν αγαπημένη οικογένεια και προσφιλή πρόσωπα. Πάντα οι παχυλές υποσχέσεις πείθουν.
Όταν μάλιστα βρίσκονται στην ανέχεια, οι αποφάσεις έρχονται χωρίς πολλούς δισταγμούς.
Αλήθεια, έγινε κάποια καταγραφή; Σε πόσες χιλιάδες υπολογίζονται; Τώρα με την κρίση, πώς ζουν αυτοί οι άνθρωποι;
Ένα καλάθι, μια τσάντα, φορτωμένος ο ασιάτης ή αφρικανός μικροπωλητής, φέρνει βόλτα όλη τη μικρή μας πόλη.
Μπορεί να περάσει δύο ή τρεις φορές την ημέρα από την ίδια περιοχή.
Ιδιαίτερα από τα πολυσύχναστα μέρη που η πελατεία, με γρήγορους ρυθμούς, ανανεώνεται. Και τι δεν προσφέρει για πούλημα. Ρολόγια, ραδιόφωνα, φακούς, μπαταρίες, ζωστήρες, ρακέτες, νυχοκόπτες, παιδικά παιχνίδια, ομπρέλες όταν αρχίζουν τα πρωτοβρόχια. Καπέλα όταν εμφανίζονται οι ζέστες του καλοκαιριού.
Με γυρίζει, η παρουσία τους, πολλά χρόνια πίσω. Τότε που τη δουλειά αυτή ασκούσαν με επιτυχία πονηροί μπολιάρηδες Κραβαρίτες. Φορτωμένοι χιαστί στην πλάτη τους τη μόστρα κι ένα καλάθι στο χέρι, έκαναν το γύρο της Ελλάδας. Επισκέπτονταν και το τελευταίο χωριό.
Αντίθετα οι ξένοι, ασιάτες ή αφρικανοί, περιφέρονται μόνο στις πόλεις.
Οι δικοί μας απόφευγαν να τριγυρίζουν στην ίδια πόλη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Λέγεται ότι είχαν μυστικούς κώδικες και σημάδευαν τα σπίτια. Σε ποια πέρασαν. Σε ποια τους καλοδέχτηκαν.
Οι φιλοξενούμενοι μένουν στην ίδια πόλη για πολλά χρόνια.
Λένε πολλοί δεν κόβουν αποδείξεις, δεν πληρώνουν φόρους.
Κι όμως αυτό το παρεμπόριο εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο. Καλοκάγαθοι, υπομονετικοί, σπάνια αναφέρονται στο εμπόρευμά τους. Καθώς περνούν ανάμεσα στις συντροφιές στα καταστήματα εστίασης, φαίνονται όσα πουλούν. Κοιτάζουν τον κόσμο στα μάτια. Νομίζει κανείς ότι παρακαλούν.
Σε δύσκολη θέση τους φέρνουν κάποιοι πελάτες.
Αυτοί που εάν ένα αντικείμενο πωλείται τέσσερα ευρώ, να επιτύχουν έκπτωση. Κι αυτοί ενδίδουν από ανάγκη. Υπερήφανοι; Ακατάδεχτοι; Φοβητσιάρηδες; Ποτέ δεν καταδέχονται κέρασμα. Ακόμη και από ανθρώπους που είναι πελάτες τους. Σπάνια, αν κάποιος καπνίζει, να δεχθεί κανένα τσιγάρο. Λένε κάποιοι ότι φοβούνται ν’ απόκτήσουν στενές επαφές.
Όμως όπως και να είναι, δέθηκαν με τη ζωή μας. Γιατί αυτές τις δύσκολες ώρες να μη τους θυμόμαστε.